τηλεφωνία

τηλεφωνία
η, Ν
τηλεπ.
1. βασικό σύστημα τηλεπικοινωνίας κατά την οποία γίνεται μετάδοση πληροφοριών υπό μορφή προφορικού λόγου
2. το σύνολο τών τηλεφωνικών εγκαταστάσεων μιας περιοχής
3. φρ. α) «ασύρματη τηλεφωνία» — σύστημα τηλεφωνίας χωρίς τη χρήση τηλεφωνικών γραμμών
β) «κινητή τηλεφωνία» — τηλεφωνία κατά την οποία ο ένας τουλάχιστον από τους συνδρομητές είναι κινητός και η ζεύξη τού κινητού συνδρομητή με το τηλεφωνικό κέντρο είναι ασύρματη
γ) «ψηφιακή τηλεφωνία» — τηλεφωνία κατά την οποία η κλίση ενός συνδρομητή γίνεται με ψηφιακά σήματα, δηλαδή με ηλεκτρικούς παλμούς που αντιστοιχούν στους αριθμούς 0 και 1.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephony < τηλ(ε)-* + -φωνία (< -φωνος < φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δ. Στρούμπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωνία — η 1. μέρος της ηλεκτροτεχνίας που ασχολείται με τα τηλέφωνα και τις σχετικές συσκευές. 2. το σύνολο των εγκαταστάσεων ενός τηλεφωνικού συστήματος: Ελληνική τηλεφωνία. 3. η επικοινωνία με το τηλέφωνο: Υπεραστική τηλεφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεφωνία — η, Ν (τηλεπικοιν.) σύστημα ζεύξης δύο τηλεφωνικών συσκευών με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, αλλ. ασύρματη τηλεφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelephony (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεφωνία)] …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Fernsprechen — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Telefonie — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der …   Deutsch Wikipedia

  • Telefonieren — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Telephonie — Die Telefonie (griechisch τηλεφωνία, von τηλε , altgr. Aussprache tele , „fern“, „weit“ und φωνή, altgr. Aussprache phoné, „Stimme“) bezeichnet in erster Linie die Sprachkommunikation über eine technische Vorrichtung (z. B. Telefonnetz). Der… …   Deutsch Wikipedia

  • αναμεταδότης — ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ. ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”